- Ὀλυμπιονικῶν
- Ὀλυμπιονῑκῶν , Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympiafem gen plὈλυμπιονῑκῶν , Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic gamesmasc gen pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὀλυμπιονίκων — Ὀλυμπιόνικος victorious in the Olympic games masc/fem/neut gen pl Ὀλυμπιονί̱κων , Ὀλυμπιονίκης conqueror in the Olympic games masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Καλλιπάτειρα — (5ος αι. π.Χ.). Κόρη του Ρόδιου Ολυμπιονίκη Διαγόρα και αδελφή των επίσης Ολυμπιονικών Δαμάγητου, Ακουσίλαου και Δωριέα. Σύμφωνα με την παράδοση η K., εξαιτίας της έντονης επιθυμίας της να παραβρεθεί στον θρίαμβο του γιου της Πεισίροδου,… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
Phlegon — Phlegon, 1) eins der Sonnenpferde, s. u. Helios 1); 2) P. Trallianus aus Tralles in Lydien, Freigelassener Hadrians; schr. um 138 Περὶ ϑαυμασίων (von wundersamen Dingen, herausgeg. von Westermann in den Paradoxographi, Braunschw. 1839) u. Περὶ… … Pierer's Universal-Lexikon
OLYMPIONICAE — qui ludis Olympicis victoriam retulêre, cum Patriae suae ingens hôc pactô decus conciliarent, tantô olim honore habiti sunt, apud Athenienses inprimis vel magnô Reip. suae impendiô ac sumptu, ut lege eum coercendum censuerit Solon, teste Diogene… … Hofmann J. Lexicon universale
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
άλτις — Ιερός δασώδης χώρος στην Ολυμπία κατά την αρχαιότητα, όπου υπήρχαν ο ναός του Ολυμπίου Διός, το Ηραίο, το Πελόπειο, το Μητρώο, οι χάλκινοι ανδριάντες των Ολυμπιονικών, η στοά της Ηχούς, οι θησαυροί των πόλεων και το Πρυτανείο. Αργότερα χτίστηκαν… … Dictionary of Greek
αναγραφή — Κατάλογος των νικητών στους Πανελλήνιους αγώνες της αρχαιότητας, ιδιαίτερα στην Ολυμπία και τουςΔελφούς.Αρχικά τα ονόματα των νικητών χαράσσονταν σε στήλες, αλλά οι κατάλογοι αυτοί δενήταν πλήρεις και γι’ αυτό κατά τον 4o αι. π.Χ. έγινε η πρώτη α … Dictionary of Greek
λάδας — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 210 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 34 χλμ. ΒΑ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαμάτας. * * * λάδας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἔλαφος… … Dictionary of Greek